- μισοτελειωμένος
- η , ο незаконченный, сделанный наполовину
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άσιαχτος — και άσιαστος και άσαστος, η, ο [σιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ισιώσει («άσιαχτη βέργα») 2. ο ασυγύριστος, ο ατακτοποίητος 3. ο μισοτελειωμένος («άσιαχτο σπίτι») 4. αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμη … Dictionary of Greek
ακάμωτος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 17 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοκητικά στον δήμο Κοφινά. * * * η, ο 1. εκείνος που δεν είναι καμωμένος, ο μισοτελειωμένος «δουλειές ακάμωτες», «δρόμος ακάμωτος» 2.… … Dictionary of Greek
ακτένιστος — η, ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, ον) [κτενίζω] αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος (νεολλ.) 1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος, 2. (για λόγο, σύγγραμμα κ … Dictionary of Greek
ανεξέργαστος — η, ο (Α ἀνεξέργαστος, ον) νεοελλ. ο ανεπεξέργαστος αρχ. ο ατελής, ο μισοτελειωμένος … Dictionary of Greek
ανεπίξεστος — ἀνεπίξεστος, ον (AM) (για οικοδόμημα) ο αδιακόσμητος, ο μισοτελειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιξέω «ξέω την επιφάνεια, διακοσμώ»] … Dictionary of Greek
ατερμάτιστος — η, ο (Α ἀτερμάτιστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει τέρμα, ατέλειωτος 2. εκείνος που δεν έχει τερματιστεί, μισοτελειωμένος αρχ. απεριόριστος, άμετρος … Dictionary of Greek
ημιτέλειος — ἡμιτέλειος, α, ον (Α) ημιτελής, μισοτελειωμένος … Dictionary of Greek
ημιτέλεστος — ἡμιτέλεστος, ον (AM) 1. Ημιτελής, μισοτελειωμένος 2. (για βρέφος) ατελής, που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τελεστός (< τελώ)] … Dictionary of Greek
ημιτελής — ές (Α ἡμιτελής, ές) μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν είναι ψυχικά ή πνευματικά άρτιος 2. (για βρέφος) αυτός που δεν έχει συμπληρώσει τους όρους μιας τέλειας κατάστασης, αυτός που δεν έχει φθάσει σε τελειότητα 3 … Dictionary of Greek
μεσοτέλεστος — μεσοτέλεστος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ τελειωμένος, μισοτελειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αρτι τέλεστος, ημι τέλεστος] … Dictionary of Greek
πολύγυρος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής του ομώνυμου νομού. Ο Π. βρίσκεται χτισμένος αμφιθεατρικά στα Δ του Σταυρού Τούμπα, νοτιότερης κορυφής του Χολομώντα. Είναι πρωτεύουσα του νομού και… … Dictionary of Greek